Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



είχε γυρίσει


Ερμηνεία:

[γ' πρόσωπο ενικού του παρακειμένου, οριστικής, ενεργητικής φωνής του ρήματος γυρίζω ή γυρνώ (επιστρέφω, επισκέπτομαι)



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: